- γοβάκι
- τομικρή γόβα: Ο πρίγκιπας φόρεσε το γοβάκι στο πόδι της Σταχτοπούτας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γοβάκι — το 1. λεπτοφτιαγμένη γόβα 2. γόβα … Dictionary of Greek
Σταχτοπούτα — Ηρωίδα λαϊκού παραμυθιού, προγονή κακιάς μητριάς η οποία τη βασάνιζε με βαριές οικιακές εργασίες. Η Σ., κατά το παραμύθι, συνήθιζε να κάθεται κοντά στο τζάκι, λερωμένη με στάχτες, γεγονός από το οποίο πήρε και το όνομά της. Ο βασιλιάς της χώρας… … Dictionary of Greek
Κλοντέλ, Πολ — (Paul Claudel, Βιλνέβ σιρ Φερ 1868 – Παρίσι 1955). Γάλλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Διαμόρφωσε την προσωπικότητά του ανάμεσα στους συμβολιστές ποιητές, συναναστράφηκε τον Μαλαρμέ και επηρεάστηκε βαθιά από την ποίηση του Ρεμπό. Η… … Dictionary of Greek
Μπαρό, Zαν Λουί — (Jean Luis Barrault, Βεζινέ 1910 –). Γάλλος ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου και θεατρικός σκηνοθέτης. Το 1934, ύστερα από μια περίοδο θητείας κοντά στον Ντιλέν και στον μίμο Ντεκρού, ο Μ. έγινε γνωστός με μια τολμηρή θεατρική διασκευή … Dictionary of Greek
πασούμι — πασούμι, το και πασουμάκι, το (λ. τουρκ.), γυναικεία παντόφλα με τακούνι, αλλιώς γοβάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)